Οι Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής (ΔΠΤ) είναι ίσως οι μόνες ψυχιατρικές παθήσεις που απαιτούν την άμεση συνεργασία όχι μόνον ειδικών από τον χώρο της ψυχικής υγείας (ψυχίατροι, ψυχολόγοι, ψυχιατρικοί νοσηλευτές, εργοθεραπευτές κτλ), αλλά και ειδικών υγείας από διαφορετικούς κλάδους, όπως οι διατροφολόγοι ή οι παθολόγοι. Η ορμητικότητα και η σφοδρότητα των διατροφικών συμπτωμάτων, που πλήττουν τον πάσχοντα τόσο ψυχικά όσο και σωματικά, είναι κάποιες φορές τέτοιας έντασης, που, για να αναχαιτιστούν, απαιτείται ένα δίχτυ προστασίας υφασμένο όχι μόνον από έναν, αλλά από περισσότερους θεραπευτές.
Οι πάσχοντες από διατροφικές διαταραχές αντιμετωπίζουν εξάλλου την τροφή κινούμενοι ανάμεσα σε δύο άκρα, ανάμεσα στο λίγο και το πολύ, ανάμεσα στην λαχτάρα τους για το φαγητό και τον απόλυτο έλεγχο αυτής της ανάγκης, ανάμεσα στο κακό (απαγορευμένες, θερμιδογόνες τροφές) και το καλό (υγιεινές, επιτρεπτές τροφές). Ένα αντίστοιχο δίπολο, κινούμενο ανάμεσα στην εξιδανίκευση και την υποτίμηση, τους ακολουθεί συχνά και στη σχέση τους με τον εαυτό τους και με τους άλλους ανθρώπους, ακόμα και με τους θεραπευτές τους. Η συνεργασία, λοιπόν, των ειδικών που αναλαμβάνουν τη θεραπεία ενός ασθενή με ΔΠΤ είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστεί αυτός ο σκόπελος και να υπάρξει μια ενιαία και συμπαγής θεραπευτική γραμμή, που θα αποτρέπει τους ψυχικούς διχασμούς και θα διαμορφώνει έναν ασφαλή ενδιάμεσο χώρο, όπου οι ακραίες εκφάνσεις θα αρχίσουν να εκφράζονται με λόγια, χωρίς πλέον να αποδιοργανώνουν.
Η συνεργασία των θεραπευτών δεν είναι ασφαλώς μια απλή και εύκολη υπόθεση. Εάν θέλαμε να μιλήσουμε με όρους μουσικούς, θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με τη λειτουργίας μιας ορχήστρας, στην οποία τον ρόλο του μαέστρου αναλαμβάνει ο βασικός θεραπευτής (που, εν προκειμένω, είναι συχνά ο εξειδικευμένος ψυχίατρος). Προϋποθέτει γνώση και εμπειρία και ταλέντο, από όλους. Και οπωσδήποτε, τον σεβασμό και την τήρηση των ορίων του ρόλου του από τον κάθε ειδικό. Για όσους είχαμε την ευκαιρία να εργαστούμε σε χώρες με παράδοση στη λειτουργία των θεραπευτικών ομάδων, όπως είναι πχ η Γαλλία, γνωρίζουμε πόσο βοηθητική επ’ αυτού είναι και η γενικότερη κουλτούρα επιστημονικής και κλινικής συνεργασίας, που δεν είναι πάντοτε αυτονόητη στην Ελλάδα.
Και ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως μια τέτοια συνεργασία δεν ωφελεί μόνον τους ασθενείς, αλλά και τους ίδιους τους συνεργαζόμενους θεραπευτές, που μπορούν να μοιράζονται τις δυσκολίες πάνω στις οποίες και οι ίδιοι προσκρούουν κατά τη διάρκεια της θεραπείας τόσο σύνθετων διαταραχών, όπως είναι οι ΔΠΤ. Ο πολιτισμός της συνεργασίας αποτελεί, δηλαδή, σε αυτές τις περιπτώσεις, θεραπευτικό εργαλείο με πολλαπλή χρήση. Δείχνει τον τρόπο με τον οποίον η αδυναμία του συμπτώματος ή μιας θεραπευτικής δυσκολίας μετατρέπονται, μέσω της επεξεργασίας τους, σε δύναμη για την επίλυσή τους.
Δρ. Μαρία Κούντζα
ψυχίατρος- ψυχοθεραπεύτρια